μπουκαβάς
Смотреть что такое "μπουκαβάς" в других словарях:
μουκαβάς — και μπουκαβάς και μπακαβάς, ο χονδρός πεπιεσμένος χάρτης, ναστόχαρτο, χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mukavva. Κατ άλλους πρόκειται για αραβική λ.] … Dictionary of Greek
μουκαβάς — και μπουκαβάς και μπακαβάς, ο χονδρός πεπιεσμένος χάρτης, ναστόχαρτο, χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mukavva. Κατ άλλους πρόκειται για αραβική λ.] … Dictionary of Greek